παπίτσα

παπίτσα
η [πάπια]
1. μικρή πάπια
2. το ουροδοχείο πάπια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πάπια — Η π. είναι πτηνό που ονομάζεται και νήσσα. Αριθμεί 75 είδη, διαδεδομένα σχεδόν σε όλη την υδρόγειο. Πρόκειται για πουλιά με παχύ σώμα, κοντό λαιμό, πλατύ ράμφος και κοντά πόδια με ανεπτυγμένες τις μεμβράνες των δακτύλων τους, γεγονός στο οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”